παραμένον

παραμένον
παραμένω
stay beside
pres part act masc voc sg
παραμένω
stay beside
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευπάρεδρος — εὐπάρεδρος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που προσκολλάται, που αφοσιώνεται σε κάποιον 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπάρεδρον ο ένθερμος ζήλος 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπάρεδρον καλῶς παραμένον καὶ διηνεκῶς». επίρρ... εὐπαρέδρως (ΑΜ) με ένθερμο ζήλο, με αφοσίωση.… …   Dictionary of Greek

  • οττεία — ὀττεία, αττ. τ. ὀσσεία, ἡ (Α) [οττεύομαι] 1. μαντεία από δυσοίωνους ήχους («σύν οἰωνοῑς καὶ ὀττείαις», Διον. Αλ.) 2. προαίσθηση για κάποιο κακό και ο τρόμος που προέρχεται από αυτήν («ἵνα τὸ τῆς ὀττείας... παραμένον ἐξαιρεθῇ», Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”